πρωθυπουργικός

πρωθυπουργικός
η , ό[ν] относящийся к премьер-министру

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πρωθυπουργικός" в других словарях:

  • πρωθυπουργικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε πρωθυπουργό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωθυπουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • πρωθυπουργικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωθυπουργό: Πρωθυπουργική κατοικία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»